Αριστοτέλης: Η ελάχιστη αρχική απόκλιση από την αλήθεια πολλαπλασιάζεται στη συνέχεια χιλιάδες φορές ---- Κικέρωνας: Ο χρόνος είναι ο κήρυκας της αλήθειας ---- Πίνδαρος: Ν’ ακονίζεις τα λόγια σου στο ακόνι της αλήθειας ---- Σοφοκλής: Το ψεύδος ουδέποτε ζει να γεράσει ---- Πυθαγόρας: Το να αποσιωπάς την αλήθεια είναι σα να θάβεις το χρυσάφι ---- Χίλων: Κάμε κτήμα σου την αλήθεια

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Δεκαπέντε χρόνια μετά...










Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό ΝΥΓΜΑ των φοιτητών του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ, στο τεύχος Ιανουαρίου 1997.






Αναλάμπων φανός, ωχρού φωτός

Αφιερωμένο στην κοπέλα που έτρεξε σαν τον άνεμο,
εκείνη την ημέρα έξω απ' το Φ-4 στη Σαλαμίνα



 Χειμωνιάτικο μεσημεράκι του περασμένου Γενάρη, σχετικά ζεστό, κοντά δύο η ώρα, κι ο κώδικας που δόθηκε από το τηλέφωνο δε σήκωνε αμφιβολία. Τα 90 τελευταία λεπτά άρχισαν να μετράνε αντίστροφα. Για πολλούς είχαν ήδη τελειώσει κι ήταν στο δρόμο προς τα 'κει, προς τα 'κει όπου από το πρωί κάποιοι άσχετοι με τη ζωή και το θάνατο, πίσω από τα γραφεία τους είχαν αποφασίσει να ξεσηκώσουν μιά ολόκληρη χώρα, χιλιάδες μανάδες, πατεράδες, αδέρφια, φίλους και φίλες, στο πόδι, σ' έναν ακατέβατο πολεμικό πυρετό. Η γνωστή μάχη του γάλακτος, του αλευριού, του ρυζιού και άλλων αγαθών περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών είχε αρχίσει. Η μοναδική μάχη που θα μπορούσε και μπορεί να γίνει. Το γνωστό crash test της ανθρώπινης αντοχής.
- Μα πώς θα πάτε; Δεν είστε έξω για επισκευή;
Μάνα είναι αυτή, ψάχνεται τέτοιες ώρες να γλυτώσει το μόνο πράγμα που είναι δικό της.
- Τι να σου πω μωρέ μάνα. Αν η μαλακία είχε όρια, δεν θα ήταν ατέλειωτη. Βάλε δυό τρία ρούχα περνάω να τα πάρω και πάω κάτω.

Σε μιάμισυ ώρα, ο Αλέκος ζητούσε "Πάσει δυνάμει" από μιά κουτσή προπέλα. Είχε δεν είχε να δώσει, η καϋμένη, κανέναν δεν ενδιέφερε, κανέναν εκτός από τα τριάντα άτομα που ήταν μέσα στο μαύρο καράβι.
Στη μία τα χαράματα της άλλης μέρας οι τριάντα νοματαίοι ήταν στα είκοσι μίλια από το σημείο μηδέν, χωρίς κανένας τους να ξέρει τι συνέβαινε εκεί. Εξήντα μάτια κολλημένα σε οθονίτσες, σε χάρτες, σε όργανα. Εξήντα αυτιά κολλημένα στα μεγαφωνάκια κι ένα κατακόκκινο φώς να θυμίζει ασταμάτητα ότι ήταν σε πολεμική επιχείρηση. Διαταγή για "Ακρα σιγή μέχρι νεωτέρας". Να επικοινωνείς μόνον με τα μάτια και με νοήματα και λεξούλες γραμμένες σε χαρτάκια ή σχηματισμένες σε άλαλα χείλη. Στις μύτες οι μετακινήσεις κι απ' αυτές μόνον οι απαραίτητες. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε σφραγισμένος φάκελλος διαταγών, δεν είχαν το χρόνο τα μεγάλα κεφάλια, οι θετοί πατέρες του έθνους, να τον ετοιμάσουν.
Κατά τις τεσσεράμισυ τα χαράματα τα μεγαφωνάκια τρελλάθηκαν, η "Ακρα σιγή μέχρι νεωτέρας" πήγε περίπατο. Διαταγή για "Πρόσω σιωπηρά", έξι κόμβοι όλο κι όλο. Σε λίγο ακολουθία διαταγών: "Βάθος περισκοπικό", "Κράτει όλα", "Επιχειρήσεως", "Απασφάλιση 1 και 4". Δυό μάτια καρφώθηκαν στο πλαστικό κάλυμμα και τα υπόλοιπα μείναν εκεί που ήταν τεντωμένα, έτοιμα. Τέσσερα χέρια καρφώθηκαν εκεί που έπρεπε, δύο πάνω στα track balls και δύο πάνω στα πλαστικά καλύματα των κόκκινων κουμπιών, της 1 και της 4, της πρώτης εμπρηστικής και της πρώτης εκρηκτικής. Οι δύο οθόνες είχαν γεμίσει με κόκκινες, ευδιάκριτες βούλες. Οι "δικοί μας" και οι "άλλοι" είχαν γίνει ένα και το αυτό, ολόϊδιες κόκκινες ευδιάκριτες βούλες. Μερικά λεπτά παρατήρησης από τον Αλέκο στο περισκόπιο, ευτυχώς κανείς δεν αγωνιούσε, είτε γιατί το έλεγε κισμέτ, είτε γιατί το έλεγε μοίρα, είτε γιατί το έλεγε πεπρωμένο, είτε γιατί ήξερε καλά ότι βρισκόταν σε μιά αδικαιολόγητη από κάθε πλευρά πολεμική ετοιμότητα. Ενας πάντως σίγουρα χαμογέλασε από μέσα του όταν θυμήθηκε εκείνο το ωραίο που λέγαν παλιά που ήταν στη δουλειά: "Το πετρωμένο κινείν αδύνατον κατά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον".
- Μεγάλη κίνηση, το μόνο που είπε ο Αλέκος.
Οι κόκκινες ευδιάκριτες βούλες είχαν επιβεβαιωθεί. "Ασφάλιση τορπιλοσωλήνων", "Ταχεία κατάδυση, βάθος ασφαλείας", "Παθητικά σ' ενέργεια", "Ακρα σιγή μέχρι νεωτέρας", ξανά ακολουθία διαταγών. Διάρκεια εκτέλεσης δύο λεπτά και κάτι.
Συνεχείς ανακλάσεις απ' τα σκάφη επιφανείας. Η ώρα περνούσε πια πολύ αργά. Ούτε νοήματα ούτε σχηματισμένες στα χείλη λέξεις. Κάποια στιγμή κάτι έγραψε ο "αυτιάς" σ' ένα χαρτάκι. Ο Αλέκος πήγε προς το μέρος του και διάβασε το χαρτάκι.
- "Πέρας σιγής. Βάθος RF".
Ενα σκάφος επιφανείας μέσα από τον γνωστό κώδικα είχε ειδοποιήσει ότι θα ενημέρωνε τους από κάτω. Είχε έρθει η ώρα να μάθουν νέα. Κανέναν δεν ενδιέφερε τι νέα θα ήταν. Αρκεί που θα ήταν νέα. Αρκεί που τελείωσαν οι δύσκολες ώρες της αναμονής.
Το αντιτορπιλλικό ενημέρωσε για επιστροφή στη βάση. Για επιστροφή με διατήρηση πολεμικής ετοιμότητας μέχρι νεωτέρας. Τίποτα παραπάνω. Ακόμα ένα χάραμα που δεν θα το βλέπανε.

Ολοι στο γυρισμό ήταν σχεδόν χαρούμενοι. Οταν έδεσαν στην Π-5 και βγήκαν έξω δεν είδαν πρόσωπα χαρούμενα ή τουλάχιστον ανακουφισμένα. Τα νέα έπεφταν βροχή. Το μόνο συμπέρασμα ήταν ότι ξεφτυλίστηκαν. Θυμήθηκαν την προηγούμενη μέρα, περίπου ίδια ώρα, τότε που ξεκινούσαν. Την ανάμιξη των συναισθημάτων τους. Το χαμό, τις αγκαλιές και τα φιλιά έξω από το Φ-4. Κι όλα αυτά οδήγησαν σε πεταμένα χωρίς λόγο λεφτά, σ' έναν ξεσηκωμό προαποφασισμένο σχεδόν από τα Χριστούγεννα. Τα άσχετα, μεταξύ τους, τρεξίματα επί ενάμισυ μήνα, αποκτούσαν τώρα πια τις απαραίτητες συνδέσεις. Τίποτα δεν ήταν άσχετο. Ολα κάποιοι τα ξέρανε απ' την αρχή κι αυτοί οι κάποιοι δε βρέθηκαν στο σημείο μηδέν. Ηταν στη σιγουριά του γραφείου γιατί το ξέραν πολύ καλά ότι σημείο και ώρα μηδέν δεν υπήρχε, ούτε υπήρχε περίπτωση να υπάρξει. Την ώρα που επαγγελματίες στρατιώτες και ερασιτέχνες υποχρεωρτικώς κληρωτοί νόμιζαν ότι έπαιζαν το πονηρό παιχνίδι της ζωής και του θανάτου, αυτοί έπαιζαν με τις γραβάτες τους και τα μικροφωνάκια στα κανάλια, έπαιζαν με τα τηλέφωνα και τα επιτελεία τους, πολιτικά κυρίως, ο καθένας για την πάρτη του. "Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι για την πάρτη σας", με μικρές αλλαγούλες στη φράση συνεχίζανε να είναι Ελληνες.
Να 'ταν αυτά μόνο τα κακά νέα θα ήταν όλοι και οι εντός και οι εκτός θαλάσσης ευτυχισμένοι. Λάθος, μέγα λάθος. Το τελευταίο νέο, αυτό που ήξεραν όλοι πολλές ώρες πριν, έσκασε και στην Π-5.

Η καταμέτρηση στην επιστροφή των "έμψυχων αναλώσιμων¨" έδειξε έλλειμα τρία. Λείπανε τρεις στρατιώτες. Τρεις στρατιώτες με μάνα, πατέρα, αδέρφια, γυναίκα, παιδιά, φίλους και φίλες. Τρεις επαγγελματίες στρατιώτες που είχαν θέσει τη ζωή τους, ενσυνείδητα, στη διάθεση της πατρίδας, όχι όμως και στους γραβατωμένους καρεκλοκένταυρους, που σχεδίασαν πάνω στη ζωή τους τη δικιά τους αναρρίχηση και προβολή. Οχι σ' αυτούς που έπαιξαν τη δικιά τους παρτίδα σκάκι, σε μια σκακιέρα που τα μαύρα κι άσπρα κουτάκια ήταν η καρδιά και τα πνευμόνια, τα χέρια και τα πόδια, τα μάτια, η μύτη, το στόμα, το κεφάλι όλο των στρατιωτών. Μια παρτίδα που ξεπούλησαν τους πύργους και τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες, για να σωθεί ο βασιλιάς και να ονομάσει βασίλισσα την εξουσία.

Λείπανε τρεις στρατιώτες που δεν είχαν αυτομολήσει, δεν είχαν λιποτακτήσει, δεν έχασαν το δρόμο ούτε στον πηγαιμό, ούτε στο γυρισμό. Βρέθηκαν εκεί που έπρεπε να βρεθούν, την ώρα που έπρεπε να βρεθούν, να κάνουν με επαγγελματική ευσυνειδησία αυτό που είχαν μάθει να κάνουν. Απλά η ώρα αυτή συνέπεσε με την ώρα που άλλοι επαγγελματίες, γνωστοί και ως πολιτικάντηδες-πολιτικοί, εκσυγχρόνιζαν τη χώρα, για το καλό της, όπως συνηθίζουν να λένε. Αυτοί οι ίδιοι που είχαν το θράσος να μιλήσουν για τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, παραβλέποντας ότι οι ίδιοι έχουν ειδικές ανάγκες, τη στιγμή που τα είχαν αφημένα επί δεκάδες χρόνια στην τύχη τους. Αυτοί οι ίδιοι που βγήκαν με τα κουστουμάκια τους, τις γραβατούλες τους, τα ωραία τους παπουτσάκια, τις κοιλίτσες τους και όχι μόνο, και γιόρτασαν την επέτειο του "ΟΧΙ" και χάρηκαν για τα άχρηστα, σε τελική ανάλυση όπλα, που θα πάρουν κι άλλα για να αυξήσουν, μοιραία, το πλήθος του "αναλώσιμου έμψυχου υλικού", παραβλέποντας ότι το "ΟΧΙ", πρώτα πρέπει να το λές κι έπειτα να το γιορτάζεις. Η μαγκιά είναι να το λες το ΟΧΙ, το να το γιορτάζεις είναι απλά μιά ακόμη, η πολλοστή σ' αυτόν τον τόπο, αργία.

Λείπανε τρεις στρατιώτες, που θα χαμογελούσαν ευχάριστα αντικρύζοντας εκείνο το καλόγουστο, αυτό είναι αλήθεια, ΗΜ και ΜΥ γωνία, αριστερά όπως μπαίνεις απ' την πόρτα, το επί τοίχου κρεμάμενο: "Μη στερείς αυτά που δεν μπορείς να προσφέρεις, ΗΛΙΟ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και ΧΡΟΝΟ". Κι όμως λείπανε επειδή σε μιά τεχνητή, ηλιθιότατη, κατάσταση στέρησης των παραπάνω, αυτοί θέλησαν να τα επανακτήσουν και να τα προσφέρουν στους σκηνοθετημένα μη έχοντες. Λείπανε τρεις απ' αυτούς, που ανήκουν στις ειδικές μονάδες του Ναυτικού, τους ΜΥΚαδες -τους επιλεγόμενους και βατράχια, τους ελικοπτεράδες και τους υποβρυχιάδες.

Λείπανε τρεις από τις μονάδες όπου το λάθος ή η ατυχία πληρώνεται, με μεγάλη πιθανότητα, με την ίδια τους τη ζωή και συνειδητά, απολύτως συνειδητά, έβαλαν το κεφάλι τους στον τουρβά.

Λείπανε τρεις απ' αυτούς που έχουν την ικανότητα και τη θέληση βαθειά ριζωμένη μέσα τους, καλώς ή κακώς, να μετατρέπουν τους μη έχοντες, σε έχοντες. Μια μετατροπή που γιαυτούς είναι τρόπος ζωής και πίστη και καθήκον, όπως για τους κάθε λογής πολιτικάντηδες (αν έλεγα πολιτικών θα ήταν αδικία για τη μειοψηφία των πολιτικών) είναι τρόπος ζωής η μετατροπή των μη εχόντων σε περισσότερο μη εχόντων, των μερικώς κατεχόντων σε ολικώς μη κατεχόντων, των εχόντων σε περισσότερο εχόντων και των πολλώς κατεχόντων σε περισσότερο κατεχόντων, των πολιτικάντηδων που απέδειξαν ότι το μηδέν και μηδέν δεν κάνει μηδέν αλλά κάτι άλλο, αυτούς που έφτιαξαν το μεγαλύτερο τούνελ του κόσμου σε μιά από τις μικρότερες χώρες.

Λείπανε τρεις στρατιώτες στην καταμέτρηση του Γενάρη του '96 και για μερικές βδομάδες πιο ύστερα. Λείπανε σε έναν ολόκληρο λαό, αυτόν το λαό που κατά Περίδη γίνεται "πολίτης κάθε τέσσερα χρονάκια", πολλές φορές εσχάτως και πιό συχνά. Μετά έπαψαν να λείπουνε στους πολλούς.

Αν η ακροαματικότητα των καναλιών είναι πεσμένη φέτος το Γενάρη, τότε θα τους ξαναθυμηθούν περισσότεροι από τους λίγους εναπομείναντες.
Στους λίγους εναπομείναντες που συνεχίζουν να τους λείπουν και θα συνεχίζουν να τους λείπουν, η μνήμη τους θα είναι παντοτινή.
Η μνήμη τους, για τους υπόλοιπους, ακολουθεί προδιαγεγραμμένη πορεία, την ίδια που ακολουθεί και αυτή των μικρών παιδιών που σκοτώνονται έξω από τα σχολειά τους, πηγαίνοντας να μάθουν γράμματα, των πιτσιρικάδων που πεθαίνουν από τα ναρκωτικά, των ανθρώπων που σκοτώνονται από οδηγούς Πόρσε και Μερσέντες και φτιαγμένων λογής λογής αυτοκινήτων, στη λεωφόρο του οινοπνεύματος και του κεφιού. Οσο άδικος είναι ο θάνατος ανθρώπου στην παραλιακή από ασυνείδητο οδηγό, άλλο τόσο άδικη είναι η έλλειψη τριών στρατιωτών που θανατώνονται από ασυνείδητους πολιτικάντηδες, που ο μόνος πόλεμος στον οποίο συμμετέχουν είναι ο πόλεμος της κάμερας πρωτίστως εκτός και σπανιώτερα εντός Βουλής.

Εύγε και πολλές φορές μάλιστα.
Εύγε και ευχαριστώ εκ βάθους καρδίας για τον εκσυγχρονισμό.
Ευχαριστώ για τον καναπέ και τα ντιμπέιτς του Σεπτέμβρη.
Ευχαριστώ που μου δείξατε το νέο πρόσωπο, το σύγχρονο, των κομμάτων σας.
Ευχαριστώ για τον παραπάνω αέρα που μου προσφέρατε σκοτώνοντας τρεις συνανθρώπους μου.


Γιώργος Κρητικός
Δρ. Πολυ-τεχνίτης